σκύτη — σκύ̱τη , σκῦτος skin neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) σκύ̱τη , σκῦτος skin neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) σκυτέω make shoes pres imperat act 2nd sg (doric aeolic) σκυτέω make shoes imperf ind act 3rd sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκυτῆι — σκυτῇ , σκυτέω make shoes pres subj mp 2nd sg σκυτῇ , σκυτέω make shoes pres ind mp 2nd sg σκυτῇ , σκυτέω make shoes pres subj act 3rd sg σκῡτῆι , σκυτεύς masc dat sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκύτον — τὸ, Α τράχηλος, η σκύτη*. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. τού σκύτη που εμφανίζει επίθημα ον τών ουδ. (βλ. και λ. σκύτη)] … Dictionary of Greek
σκύτος — το / σκῡτος, ΝΑ δέρμα και κυρίως το κατεργασμένο δέρμα ζώου, βύρσα αρχ. 1. δερμάτινος ιμάντας, λουρί («ἀπεκτείνατε τοῡτον, ὅτι σκῡτος ἔχων ἐπόμπευε», Δημοσθ) 2. δερμάτινος φαλλός, σκηνικό εξάρτημα στην αττική κωμωδία 3. φρ. α) «σκύτη βλέπειν… … Dictionary of Greek
σκυτάλη — Είδος μικρού ραβδιού, που τη χρησιμοποιούσαν ιδιαίτερα στην αρχαία Σπάρτη οι έφοροι για την αποστολή των μυστικών μηνυμάτων τους στο εξωτερικό, σε στρατηγούς, βασιλιάδες και άλλους επίσημους. Τύλιγαν μια στενή άσπρη δερμάτινη ταινία γύρω από ένα… … Dictionary of Greek
σκυτοδεψώ — έω, Α [σκυτοδέψης] κατεργάζομαι σκύτη, δέρματα, είμαι βυρσοδέψης … Dictionary of Greek
σκυτοεργός — ὁ, Α αυτός που κατεργάζεται τα σκύτη, τα δέρματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκῦτος «κατεργασμένο δέρμα» + εργός (< ἔργον*), πρβλ. δολο εργός, ξυλο εργός] … Dictionary of Greek
σκύτα — ἡ, Α βλ. σκύτη … Dictionary of Greek
skēu-6(t-) — skēu 6(t ) English meaning: to cut, separate, scratch Deutsche Übersetzung: ‘schneiden, trennen, kratzen, scharren, stochern, stöbern” Note: extension from sek “cut, clip” Material: O.Ind. sküu ti, skunüti, skunōti ‘stört,… … Proto-Indo-European etymological dictionary